Με ιδιαίτερη περηφάνια το Γενικό Λύκειο Αριδαίας ανακοίνωσε τη διάκριση του μαθητή Δούμου Χρήστου της Β’ τάξης, ο οποίος απέσπασε το 3ο βραβείο στον 13ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Εφηβικού Διηγήματος και Ποίησης «Γρηγόρης Πεντζίκης». Η βράβευση αφορούσε την κατηγορία «Πεζά Λυκείου» για το διήγημά του με τίτλο «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος».
Ο διαγωνισμός, που αποτελεί πλέον θεσμό στον χώρο της εφηβικής λογοτεχνικής δημιουργίας, προσφέρει την ευκαιρία σε νέους δημιουργούς να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους μέσα από τη γραφή. Ο Χρήστος, με τη δημιουργική καθοδήγηση του υπεύθυνου καθηγητή του, κ. Κατσάνου Δ., κατάφερε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε πλήθος συμμετοχών, αποσπώντας θετικά σχόλια για την ωριμότητα και τη λογοτεχνική του δεινότητα.
Η Διεύθυνση και ο Σύλλογος Διδασκόντων του σχολείου εξέφρασαν θερμά συγχαρητήρια στον μαθητή για την επιτυχία του, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που τιμά όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και ολόκληρη τη σχολική κοινότητα της Αριδαίας.
Ο μαθητής, μεταξύ άλλων, ευχαρίστησε την καθηγήτριά του, ιστορικό-φιλόλοφο, Ολυμπία Χουρσόγλου, για την αφοσίωση και την ευαισθησία με την οποία προσέγγισαν την ποίηση.
Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος
Μια βαριά αχλή τύλιγε την Περικλεία, σα να την είχε σμιλέψει ο χρόνος με πέτρινα χέρια. Ήταν ένα χωριό ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, σκαρφαλωμένο σε μια πλαγιά γεμάτη αιωνόβιες καστανιές. Οι στέγες των σπιτιών, φτιαγμένες από σχιστόλιθο, έμοιαζαν να γέρνουν σαν κουρασμένοι γέροντες, ενώ τα στενά, λιθόστρωτα σοκάκια της ανέδυαν την υγρή μυρωδιά της γης και της παλιάς πέτρας.Στο κέντρο του χωριού στεκόταν αγέρωχη μια εκκλησία, με τον τρούλο της βαμμένο από την πατίνα του χρόνου. Ο ήλιος, τις τελευταίες ώρες της μέρας, φώτιζε τις αγιογραφίες πίσω από τα σκονισμένα τζάμια, κάνοντάς τες να μοιάζουν με σκιές κάποιου παλιού ονείρου. Κάτω από την πλατεία, μια ξεχασμένη βρύση άφηνε μια σταγόνα νερού να πέφτει τελετουργικά, σαν να μετρούσε τις στιγμές που έσβηναν μέσα στη σιωπή.Γύρω από το χωριό, το δάσος έμοιαζε να ανασαίνει. Οι κορμοί των δέντρων, ροζιασμένοι και στριφογυριστοί, θύμιζαν χέρια που πάλευαν να αγγίξουν τον ουρανό. Κάπου μακριά, μια κουκουβάγια άφηνε την κραυγή της να διασχίσει τη νύχτα, ενώ οι σκιές απλωνόταν σαν πέπλο πάνω στα πέτρινα σπίτια.Η Περικλεία δεν ήταν απλώς ένα χωριό· ήταν μια ανάμνηση, μια ιστορία σμιλεμένη στις ρωγμές των τοίχων, στα γεμάτα μυστικά σοκάκια της και στα βλέμματα των λιγοστών γερόντων που κάθονταν στα πεζούλια, κοιτάζοντας το άπειρο σαν να έψαχναν κάτι που κάποτε υπήρξε.
Σαν γέρικο πουλί κουρνιασμένο στην άκρη του χωριού, το σπίτι στεκόταν ανάμεσα στις ρίζες της γης και στη σιωπή του χρόνου. Οι πέτρες του, λαξεμένες από χέρια που είχαν πια χαθεί, κρατούσαν πάνω τους τη μνήμη των βροχών και των χειμώνων. Η στέγη, από σχιστόλιθο ξεφτισμένο, έμοιαζε με παλιό τραύμα που δεν επουλώθηκε ποτέ.Η αυλόπορτα, μια σιδερένια αγκαλιά σκεβρωμένη από τη σκουριά, άφηνε μια μικρή χαραμάδα για τους περαστικούς. Πιο μέσα, η αυλή ήταν ένα ξέφωτο γεμάτο ψιθύρους: ο άνεμος στροβίλιζε ξεραμένα φύλλα, το φως έπεφτε χλωμό πάνω στη μαρμάρινη γούρνα όπου κάποτε ξεδιψούσαν άνθρωποι και ζωντανά. Ένα κομμάτι σχοινί κρεμόταν ακόμα από το καρφωμένο ξύλο της αποθήκης, εκεί που άλλοτε απλώνονταν στάχια και καπνισμένα τσαμπιά σταφύλια.Η ξύλινη εξώπορτα, σημαδεμένη από τα χρόνια, άνοιγε τρίζοντας σαν ξεχασμένος ψαλμός. Στο εσωτερικό, ο αέρας είχε το βάρος της μνήμης: η μυρωδιά της στάχτης, του λιβανιού, του φρεσκοκομμένου ξύλου που περίμενε δίπλα στη σόμπα να γίνει φλόγα.Στο κέντρο του μικρού σαλονιού, η σόμπα από μαντέμι στέκεται σαν καρδιά του σπιτιού, μαυρισμένη από τον καπνό των χειμώνων. Πάνω της, ξεχασμένο ένα παλιό σίδερο, αυτό που γέμιζαν με κάρβουνα για να δαμάσουν τις τσακίσεις των ρούχων. Το τραπέζι δίπλα, σκεπασμένο με λευκό, κεντημένο τραπεζομάντιλο, κουβαλούσε πάντα ένα ποτήρι κρασί, ένα κομμάτι ψωμί, σαν κάποιος να έλειπε μόλις για μια στιγμή.Στους τοίχους, οι κορνίζες έμοιαζαν με παράθυρα προς το παρελθόν. Πρόσωπα σβησμένα από τον χρόνο, βλέμματα αυστηρά, άνθρωποι που χαμογελούσαν με δισταγμό, σαν να ήξεραν πως μια μέρα θα ξεθωριάσουν πίσω από το τζάμι. Πλάι στις φωτογραφίες, οι άγιοι στέκονταν σιωπηλοί, με το χρυσό να θαμπώνει από την πάχνη του καιρού.Η κουζίνα ανέδυε την αίσθηση μιας φωλιάς. Ένα χαμηλό ερμάρι γεμάτο ποτήρια με ραγισμένες άκρες, ένα πήλινο κανάτι με σημάδια από χέρια που δεν υπήρχαν πια, το τζάκι στο βάθος, που άλλοτε έβραζε τραχανά και άφηνε τον καπνό να ζωγραφίζει σχήματα στο ταβάνι.Στο υπνοδωμάτιο, το κρεβάτι με το σιδερένιο κεφαλάρι είχε την ησυχία των παλιών πραγμάτων. Τα σεντόνια μύριζαν λεβάντα, η ντουλάπα σκεφτική κρατούσε ρούχα που δεν φορέθηκαν πια, κι ένα καντήλι τρεμόπαιζε ακούραστο, φωτίζοντας το μικρό εικονοστάσι.Κάτω από το σπίτι, στα θεμέλια, η γη ανάσαινε μέσα στο κελάρι. Οι ρόγκες, σαν νεύρα που συγκρατούσαν το σώμα του σπιτιού, είχαν αντέξει σεισμούς, καταιγίδες, βήματα που έρχονταν και χάνονταν. Ανάμεσα σε βαρέλια με κρασί που μύριζε νοτισμένο ξύλο και σακούλια με ξεραμένα καρύδια, ο χρόνος κρυβόταν στις γωνιές, περιμένοντας να τον ξυπνήσει μια φωνή, ένα γέλιο, μια πόρτα που ανοίγει ξανά.
Ο Διονύσης είχε ένα βαρύ περπάτημα, σαν να κουβαλούσε κάτι περισσότερο από τα χρόνια του. Στους ώμους του, η κούραση του καιρού, στα χέρια του οι χαρακές της δουλειάς. Ήξερε να μιλάει με τα δέντρα, με τον αέρα που χτυπούσε τα κεραμίδια τα βράδια, με τις πέτρες που ζεσταίνονταν στον ήλιο και πάγωναν κάτω από το χιόνι. Στα μάτια του έκαιγε πάντα μια σπίθα, σαν κάτι να θυμόταν από πολύ παλιά και δεν ήθελε να το αφήσει να σβήσει.Η Γεωργία έπλεκε αργά, με τα δάχτυλα να σκαλώνουν πού και πού στη μαλλιαρή κλωστή, σαν να ξεχνούσαν τη σειρά τους. Άφηνε το νερό να τρέχει στη βρύση και χανόταν κοιτάζοντάς το, λες και της ψιθύριζε κάτι που προσπαθούσε να θυμηθεί. Τα πρωινά έβγαινε στην αυλή και κοίταζε μακριά, εκεί που κάποτε πήγαινε ο Διονύσης να μαζέψει ξύλα. Μερικές φορές, στο τραπέζι, έστρωνε δύο πιάτα κι ύστερα κοντοστεκόταν, σα να μετρούσε κάποιο λάθος που δεν μπορούσε να βρει.Στο σπίτι ακουγόταν ακόμα το βήμα του, το τρίξιμο της καρέκλας που τραβούσε προς το τζάκι, η φωνή του να λέει πως η βροχή πλησιάζει, πως τα μήλα στην αποθήκη θέλουν γύρισμα. Η Γεωργία άκουγε αυτά τα ψιθυρίσματα και χαμογελούσε μόνη της, σκουπίζοντας τον πάγκο με το παλιό, ξεφτισμένο πανί.Τα βράδια, το καντήλι έκαιγε σιωπηλό. Μερικές φορές, η Γεωργία έμενε να κοιτά το φως του και μουρμούριζε λέξεις δίχως συνοχή, σαν προσευχή που είχε χάσει τις άκρες της. Κι ύστερα, σαν να τη φώναζε κάτι από το βάθος του σπιτιού, γύριζε το κεφάλι προς την πόρτα. Σαν να περίμενε να την ανοίξει κάποιος. Σαν να θυμόταν κάτι που δεν ήθελε να ξεχάσει. Ο Διονύσης είχε το βλέμμα ανθρώπου που έμαθε να μετρά τις μέρες με τον καιρό. Τα χέρια του ήταν πάντα σκληρά, με χαρακιές γεμάτες χώμα και ρετσίνι, γιατί η γη δεν χαριζόταν σε κανέναν. Ξυπνούσε νωρίς, πριν ακόμα το φως χαράξει πίσω από τα βουνά, κι έβγαινε στην αυλή με το πρώτο κρύο να του μουδιάζει τα δάχτυλα. Έτριβε τις παλάμες του, ρουφούσε μια γουλιά τσίπουρο από το ίδιο ποτήρι κάθε πρωί και κοίταζε τον ουρανό, λες και μπορούσε να διαβάσει τις προθέσεις του.Δεν μιλούσε πολύ. Τα λόγια του ήταν μετρημένα, όπως και οι κινήσεις του. Ένα σφίξιμο στο χέρι, ένα νεύμα προς την πόρτα, ένα βλέμμα που έλεγε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να χωρέσει μια φράση. Στο καφενείο έπιανε πάντα τη γωνιακή καρέκλα, έπινε αργά τον καφέ του και σπάνια έμπαινε σε κουβέντες που δεν τον αφορούσαν. Ήξερε ιστορίες, μα δεν τις έλεγε. Τις φύλαγε μέσα του, σαν πράγματα που δεν ανήκαν σε όλους.Το σπίτι κουβαλούσε τα σημάδια του. Το μαντίλι που άφηνε πάντα πάνω στην καρέκλα του, το μαχαίρι με τη φθαρμένη λαβή που είχε ακουμπισμένο στον πάγκο, το ρολόι του που σταμάτησε κάποτε και δεν το κούρδισε ξανά. Ο θόρυβος της μπότας του πάνω στις ξύλινες σανίδες έλειπε τα βράδια, μαρτυρώντας πως κάτι στο σπίτι είχε αλλάξει.Η Γεωργία, μερικές φορές, γύριζε ξαφνικά το κεφάλι, σα να είχε ακούσει αυτό το βήμα. Στα χέρια της κρατούσε το ποτήρι του και το σκούπιζε ξανά και ξανά, σαν να το ετοίμαζε για το επόμενο πρωινό. Και τα απογεύματα, καθισμένη στην αυλή, άφηνε το βλέμμα της να χαθεί προς το μονοπάτι, εκείνο που κάποτε τον έφερνε σπίτι.Η νύχτα είχε πέσει βαριά πάνω στο σπίτι, σαν να είχε κουραστεί κι αυτή από τον καιρό. Η βροχή έπεφτε αργά, μουρμουριστά, σαν παλιός ψαλμός που δεν τέλειωνε ποτέ. Ο αέρας περνούσε μέσα από τις χαραμάδες και χάιδευε τις κουρτίνες, λες και ήθελε να ξυπνήσει κάποιον, να τον φωνάξει έξω, να του ψιθυρίσει κάτι που μόνο οι νύχτες ξέρουν.Ο Διονύσης ξάπλωσε δίπλα στη Γεωργία, όπως έκανε κάθε βράδυ, αν και τελευταία το σώμα του βάραινε περισσότερο, η ανάσα του γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Κάτι μέσα του έσφιγγε, μια σκιά κάθισε στο στήθος του σαν πουλί που δεν ήθελε να πετάξει.Στράφηκε προς τη γυναίκα του. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, καρφωμένα στο ταβάνι, μα δεν έβλεπαν. Στο χέρι της κρατούσε τη γωνία της κουβέρτας, τη ζύγιζε ανάμεσα στα δάχτυλα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι παλιό, κάτι που είχε ξεχάσει σε μια άλλη ζωή.Ήθελε να της μιλήσει, να της πει πως ένιωθε παράξενα απόψε, πως το σώμα του δεν ήταν όπως πριν. Μα τι νόημα είχε; Δεν θα καταλάβαινε. Ίσως δεν θα τον άκουγε καν.
Έτσι, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια ανάσα.Μία.Δύο.Την τρίτη δεν μπόρεσε.Μια αόρατη δύναμη τύλιξε τον λαιμό του, έσφιξε το στήθος του, τον βύθισε σ’ ένα σκοτάδι που κανένας δεν μπορούσε να δει. Προσπάθησε να καταπιεί, να κουνήσει τα δάχτυλά του, να ψελλίσει ένα όνομα – ίσως της Γεωργίας, ίσως της Αναστασίας, ίσως της ίδιας της ζωής που έφευγε από μέσα του σαν καπνός που χάνεται στο κρύο. Μα τίποτα δεν βγήκε.Το κορμί του έμεινε ακίνητο. Η ανάσα του χάθηκε μέσα στη νύχτα.Η Γεωργία δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν άκουσε τον ψίθυρο του θανάτου που πέρασε δίπλα της. Ίσως να ένιωσε μια μικρή αλλαγή στη ζεστασιά του κορμιού που πάντα ήταν εκεί δίπλα της, μα το μυαλό της δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε να χαϊδεύει μηχανικά την κουβέρτα, να κοιτάζει το σκοτάδι, να ψιθυρίζει σπασμένες λέξεις που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.Το πρωί, η Μαρία μπήκε πρώτη στο δωμάτιο. Είδε τη μητέρα της ξαπλωμένη, το βλέμμα της ίδιο, απλανές, όπως πάντα. Και δίπλα της, ο πατέρας τους, λίγο πιο γερμένος από τη μια πλευρά, με τα χέρια του ήρεμα πάνω στο στήθος.«Μπαμπά;»Δεν της απάντησε.Πλησίασε, τον άγγιξε απαλά στον ώμο. Ήταν σκληρός. Ήταν ψυχρός.«Μπαμπά!»Η φωνή της έσπασε. Τα πόδια της κόπηκαν.Τον ταρακούνησε, μια, δυο, δέκα φορές, σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει από κάποιο βαθύ όνειρο. Τα δάκρυα έπεφταν στο χέρι του, αλλά εκείνος δεν θα τα σκούπιζε ποτέ ξανά.Η Αναστασία έφτασε τρέχοντας, ξυπόλητη, όπως ήταν, με τα μαλλιά της λυτά, με την καρδιά της ήδη σπασμένη πριν καν τον δει. Μόλις μπήκε, σταμάτησε απότομα, σαν να την χτύπησε κάτι αόρατο.«Όχι… όχι ακόμα…» ψιθύρισε.Έπεσε στα γόνατα, πήρε το χέρι του στα δικά της, το φίλησε ξανά και ξανά, το χάιδεψε όπως το χάιδευε όταν ήταν παιδί.Η Άννα έφτασε τελευταία. Δεν μίλησε. Δεν πλησίασε. Μόνο στάθηκε στην πόρτα, κοίταξε τη σκηνή μπροστά της και ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό τόσο σφιχτό που δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τα μάτια της γέμισαν, αλλά δεν άφησε φωνή να βγει.Μέσα στο σπίτι, το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρεμόπαιγμα του καντηλιού.Η Γεωργία δεν κουνήθηκε. Δεν μίλησε. Δεν ρώτησε τι συμβαίνει.Ίσως να μην είχε καταλάβει.Ίσως, κάπου μέσα της, να ήξερε ήδη.Κι έτσι, ο Διονύσης έφυγε όπως είχε ζήσει. Σιωπηλά.Χωρίς να ενοχλήσει κανέναν.Χωρίς να ζητήσει τίποτα.Μόνο που αυτή τη φορά, δεν θα ξυπνούσε το πρωί για να βγει στην αυλή, να πιει τον καφέ του, να κοιτάξει τον ουρανό.Το κρεβάτι έμεινε άδειο
.Και το σπίτι, λίγο πιο βαρύ από πριν.Το σπίτι ήταν το ίδιο. Οι τοίχοι όρθιοι, το καντήλι να τρεμοπαίζει, η βρύση στην αυλή να στάζει αργά, σαν να μετρούσε το χρόνο που δεν είχε πια σημασία. Κι όμως, όλα είχαν αλλάξει. Έλειπε ο Διονύσης. Και το κενό του δεν ήταν απλά μια άδεια θέση στο τραπέζι ή ένα κρεβάτι μισοστρωμένο· ήταν ένα ρίγος που χώθηκε μέσα στις ρωγμές των ψυχών τους και έμεινε εκεί, βουβό, ανίκητο.Η Γεωργία δεν ήξερε. Ήξερε, αλλά δεν ήξερε. Μπορεί κάποιος να νιώσει την απώλεια χωρίς να τη θυμάται; Κάθε τόσο γύριζε το κεφάλι της προς τη θέση του, σαν να περίμενε να της μιλήσει, να σηκωθεί, να ανάψει τη σόμπα. Μα η σιωπή ήταν βαριά, πιο βαριά κι από τα χρόνια που την κρατούσαν καθηλωμένη.Κάποιες στιγμές χαμογελούσε αχνά, ψιθυρίζοντας το όνομά του, σαν να τον έβλεπε εκεί, μπροστά της, νέο, δυνατό, με το σακάκι ριγμένο στον ώμο, να της λέει πως θα επιστρέψει. Άλλες φορές, τα μάτια της σκοτείνιαζαν, σαν να έμπαινε μέσα σε ένα δωμάτιο δίχως πόρτα, δίχως έξοδο. Και τότε τα χείλη της έτρεμαν, αλλά κανείς δεν ήξερε αν ήταν από φόβο ή γιατί η ψυχή της, κάπου βαθιά, ήξερε πως αυτός ο κόσμος δεν θα της τον ξανάδινε πίσω.
Η Αναστασία κουβαλούσε τον θρήνο της στα χέρια. Έστυβε τις γροθιές της, έσφιγγε τα ποτήρια, ίσιωνε τις κουβέρτες, έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τα πάντα όρθια, γιατί αν άφηνε κάτι να πέσει, θα έπεφτε κι εκείνη μαζί του. Δεν είχε χρόνο να κλάψει. Έπρεπε να φροντίσει τη μάνα, να απαντήσει στα τηλέφωνα, να δώσει κουράγιο στις αδερφές της, να πει «θα τα καταφέρουμε» ακόμα κι όταν δεν ήξερε πώς.Όταν όμως έμενε μόνη, τα δάκρυα έβρισκαν τον δρόμο τους. Στεκόταν στην κουζίνα, με τα χέρια ακουμπισμένα στο τραπέζι, και ένιωθε τη μορφή του πατέρα τους παντού – στη θέση που καθόταν, στο παλιό ραδιόφωνο που άφηνε πάντα ανοιχτό, στη μυρωδιά του καφέ που δεν θα έπινε ξανά.Η Μαρία ένιωθε το βάρος περισσότερο από καθεμία. Εκείνη τον είχε βρει. Εκείνη είχε αγγίξει πρώτη το παγωμένο του χέρι, είχε ψιθυρίσει πρώτη το όνομά του με φωνή που έσπαγε στη μέση. Και τώρα, κάθε βράδυ, έκλεινε τα μάτια και ξανάβλεπε τη σκηνή, σαν ένα όνειρο που δεν τέλειωνε ποτέ, σαν ένας εφιάλτης που είχε ριζώσει μέσα της.Προσπαθούσε να το διώξει. Να το ξεχάσει. Να πει πως ήταν απλά η σειρά του, πως έφυγε ήσυχα, δίπλα στη γυναίκα του, όπως ίσως θα ήθελε. Μα η εικόνα δεν την άφηνε. Την ξυπνούσε τα βράδια, της έσφιγγε το στήθος, της έκλεινε την ανάσα.Κι έτσι, κάθε τόσο έβγαινε στην αυλή, έπαιρνε μια βαθειά ανάσα και κοιτούσε τον ουρανό, ψάχνοντας μια απάντηση στα άστρα.Η Άννα ήταν σιωπηλή. Δεν μιλούσε πολύ, δεν έκλαιγε μπροστά στις αδερφές της, δεν άφηνε τη θλίψη της να γίνει βαρύτερη για τους άλλους. Μα μέσα της, ένα παιδί ούρλιαζε. Το μικρό κοριτσάκι που έτρεχε στην αγκαλιά του, που τον άκουγε να της λέει ιστορίες, που τον ήξερε πάντα εκεί, δυνατό, ακλόνητο, τώρα δεν είχε πού να πάει.Τις νύχτες έπιανε τον εαυτό της να χαϊδεύει τις φωτογραφίες στον τοίχο. Περνούσε τα δάχτυλά της πάνω από το πρόσωπό του, λες και μπορούσε να νιώσει ξανά τη ζεστασιά του. Και σκεφτόταν πόσα πράγματα δεν του είχε πει. Πόσες λέξεις είχαν μείνει μετέωρες.Κι έπειτα, ερχόταν εκείνη η τρομακτική σκέψη – πως σιγά σιγά, ο ήχος της φωνής του θα ξεθώριαζε.Πως μια μέρα, θα προσπαθούσε να τον θυμηθεί και δεν θα μπορούσε.Κι όμως…Το σπίτι ήταν το ίδιο. Η σόμπα, η αυλή, το μικρό παραθύρι που έβλεπε στον δρόμο. Μα οι σκιές ήταν διαφορετικές τώρα. Έπεφταν αλλιώς στους τοίχους, γέμιζαν τα δωμάτια με μια απουσία που δεν είχε σχήμα, μόνο βάρος.
Ο Διονύσης δεν ήταν πια εκεί.Κι όμως, ήταν παντού.Στο άγγιγμα της Γεωργίας στην κουβέρτα. Στα δάκρυα της Αναστασίας που δεν έβρισκαν τόπο να κρυφτούν. Στη σιωπή της Μαρίας, στα χέρια της που δεν ήξεραν πώς να αφήσουν. Στα μάτια της Άννας, που τον έψαχναν σε κάθε γωνιά.Κι ίσως, όταν η νύχτα έπεφτε πάνω στο σπίτι, όταν ο αέρας περνούσε από τις χαραμάδες, κάποιος να άκουγε το βάδισμά του.Μια σκιά που δεν έφυγε ποτέ.Μια ανάμνηση που θα ζούσε για πάντα.
Το σπίτι μύριζε λιβάνι και λουλούδια. Ήταν μια μυρωδιά γλυκόπικρη, βαριά, σαν αυτή που αφήνει το καλοκαίρι όταν φεύγει, σαν τον αποχωρισμό που δεν ειπώθηκε ποτέ με λόγια. Οι τοίχοι έστεκαν σιωπηλοί, σαν να κρατούσαν την ανάσα τους, σαν να μην ήθελαν να μαρτυρήσουν τι είχε συμβεί.Στο μέσο του δωματίου, το φέρετρο. Σκούρο ξύλο, στρωμένο με λευκά σεντόνια, τα ίδια που είχε αγγίξει τόσες φορές η Γεωργία, τα ίδια που είχαν τυλίξει το κορμί του τις τελευταίες του νύχτες.Ο Διονύσης αναπαυόταν εκεί, ακίνητος, σιωπηλός, με το πρόσωπο γαλήνιο, σχεδόν ίδιο όπως όταν κοιμόταν δίπλα της. Μόνο που τώρα, γύρω του, αντί για τη ζεστασιά του σπιτιού του, υπήρχαν κρίνα και λευκά τριαντάφυλλα. Στεφάνια που έλεγαν το τελευταίο αντίο με αρώματα αντί για φωνές.Οι κόρες του στέκονταν γύρω του. Τα μάτια τους κόκκινα, τα χέρια τους σφιγμένα, οι καρδιές τους άδειες.
Η Αναστασία με τα δάκρυα που δεν έλεγε να σκουπίσει, η Μαρία με το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπό του, λες και ήθελε να το χαράξει στη μνήμη της για πάντα, η Άννα με τα χέρια κλειστά, σαν παιδί που δεν θέλει να αφήσει κάτι να του φύγει.Και τότε, κάποιος είπε πως έπρεπε να βγει έξω.Το σπίτι έπρεπε να τον αφήσει να φύγει.Το σπίτι που τον κράτησε τόσα χρόνια, που τον είδε να γελάει, να κουράζεται, να αγαπάει, να μεγαλώνει τις κόρες του – έπρεπε τώρα να τον παραδώσει στη γη.Τον σήκωσαν. Τα λουλούδια αναταράχτηκαν γύρω του, κάποια πέταλα έπεσαν στο πάτωμα, σαν μικρές λευκές ανάσες που δεν πρόλαβαν να δοθούν.Και τότε, κάποιος ψιθύρισε το όνομά της.«Φέρτε τη Γεωργία…»Στην αρχή δεν κατάλαβε. Τα μάτια της ήταν θολά, το βλέμμα της αδιάφορο, σαν να είχε χαθεί κάπου πολύ μακριά, σε ένα παρελθόν που μόνο εκείνη έβλεπε.Τη σήκωσαν σιγά σιγά. Τα πόδια της ήταν αδύναμα, το σώμα της ελαφρύ σαν χαρτί, σαν κάτι που ο αέρας θα μπορούσε να πάρει μαζί του.Την έφεραν μπροστά στο φέρετρο.Και τότε, οι κόρες της ψιθύρισαν:«Μάνα, είναι ο πατέρας…»Τίποτα.«Ο Διονύσης σου…»Τίποτα.Κι έπειτα, σαν να πέρασε ένα σκίρτημα στη σιωπή, το βλέμμα της άλλαξε. Τα μάτια της κινήθηκαν λίγο, σαν να αναγνώριζαν μια μορφή γνώριμη, κάτι που κάποτε ήταν όλος της ο κόσμος.Της έσκυψαν το κεφάλι.Τα χείλη της ακούμπησαν το μέτωπό του.Ήταν παγωμένο.Παγωμένο, όπως το πρωί εκείνο που ξύπνησε δίπλα του και δεν κατάλαβε πως η ζωή του είχε ήδη φύγει μακριά.Τα χέρια της έτρεμαν πάνω στο φέρετρο. Το σώμα της λύγισε. Μα κανείς δεν ήξερε αν ήταν από θλίψη ή από τη φθορά που τόσα χρόνια την έτρωγε.Και τότε, κάτι ακατανόητο, κάτι που κανείς δεν ήξερε αν ήταν μνήμη ή απλά η ψυχή που αναγνώριζε ακόμα το άλλο της μισό – ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της.Μικρό.Αθόρυβο.Κανείς δεν ήξερε αν κατάλαβε.Κανείς δεν ήξερε αν τον αναγνώρισε, αν θυμήθηκε ποιος ήταν.Μα η ψυχή της είχε μάθει να τον ψάχνει ακόμα κι όταν το μυαλό της δεν μπορούσε πια.Και τώρα, έπρεπε να τον αφήσει να φύγει.Τον έβγαλαν από το σπίτι.
Ο ουρανός ήταν χαμηλός, βαριά σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από το χωριό, σαν να έκλαιγε κι αυτό για κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει.Ο αέρας φυσούσε αργά, σηκώνοντας λίγο το λευκό σεντόνι που κάλυπτε τα χέρια του.Οι καμπάνες χτύπησαν.Ο δρόμος γέμισε κόσμο, μα κανείς δεν μιλούσε.Το χώμα κάτω από τα πόδια τους ήταν νοτισμένο.Η Αναστασία δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Η Μαρία ένιωθε πως το στήθος της θα σπάσει. Η Άννα έκλεισε τα μάτια της, σαν να μην άντεχε να δει τη στιγμή που το σπίτι θα τον έχανε για πάντα.Και τότε, καθώς τον πήγαιναν προς την τελευταία του ανάπαυση, ο αέρας πέρασε απαλά από το πρόσωπό του, σαν χάδι.Ίσως ήταν απλά ο άνεμος.Ίσως, όμως, ήταν η Γεωργία.Που τον αποχαιρετούσε, ακόμα κι αν δεν ήξερε πως τον είχε χάσει.Μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.Είχαν πει το «για πάντα» χωρίς να το ξέρουν.Όχι σε μια εκκλησία, όχι μπροστά σε κόσμο.Το είχαν πει στα μικρά, στα ασήμαντα –σε ένα ποτήρι νερό που της έφερνε το βράδυ,στη σιωπή όταν κάθονταν στην αυλή,στον τρόπο που εκείνος έφτιαχνε το μαξιλάρι της,στον τρόπο που εκείνη τον περίμενε,ακόμα κι όταν είχε ξεχάσει γιατί.Ήταν δεμένοι με χιλιάδες νήματα,λεπτά σαν αναπνοές,δυνατά σαν τις ρίζες που δένουν τα δέντρα στο χώμα.
Κι έπειτα ήρθε ο θάνατος.Αυτός που όλα τα σπάει,όλα τα παίρνει,όλα τα τελειώνει.Μα τους χώρισε στ’ αλήθεια;Η Γεωργία έμεινε πίσω,σ’ ένα κρεβάτι που ήξερε το σώμα του,σ’ ένα σπίτι που ακόμα τον περίμενε.Κι αν το μυαλό της ξεχνούσε,αν οι μέρες της ήταν ένα πέλαγος χωρίς στεριά,η ψυχή της κάτι ήξερε ακόμα.Γι’ αυτό, όταν τα χείλη της άγγιξαν το παγωμένο του μέτωπο,ένα δάκρυ βρήκε τον δρόμο του.Ήταν θλίψη; Ήταν μνήμη;Ή μήπως ήταν το «για πάντα»που δεν χάθηκε ούτε τώρα;Ίσως ο θάνατος τους χώρισε.Ίσως, όμως, ούτε κι αυτός τα κατάφερε.Οι κόρες που έμειναν πίσωΚαι τώρα, έμεναν εκείνες.Να κουβαλούν το βάρος της απουσίας,να γεμίζουν τα άδεια δωμάτια με λυγμούς,να μαζεύουν τις κουβέρτες, τα ποτήρια, τα ρούχα και να νιώθουν πως κάθε άγγιγμα ήταν μια πληγή που δεν θα έκλεινε ποτέ.Η Αναστασία στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι της μάνας τους,άγγιξε το χέρι της, το αδύναμο, το άδειο.Ήθελε να της πει, να της εξηγήσει,να την κάνει να καταλάβει.Μα πώς εξηγείς τον θάνατο σε κάποιον που ήδη ζει στη λήθη;Έσφιξε τα δόντια. Δεν μπορούσε να λυγίσει.Όχι τώρα. Όχι μπροστά στη μάνα τους.Τα δάκρυά της έσταξαν στα χέρια της,ήσυχα, σιωπηλά, σαν προσευχή.Η Μαρία δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια της.Τα έσφιγγε, τα άνοιγε, τα ακουμπούσε στα γόνατά της,μα δεν μπορούσε να διώξει την ψύχρα τους.Ήταν τα ίδια χέρια που τον είχαν αγγίξει πρώτα,τα πρώτα που είχαν καταλάβει πως είχε φύγει.Ένιωθε το σώμα της βαρύ,σαν να ήταν κι εκείνη μισή στον κόσμο τούτο,σαν να είχε μείνει το άλλο μισό της εκεί,δίπλα του, στο κρεβάτι, στο σπίτι που τώρα ήταν μισό.Η Άννα δεν μιλούσε.Καθόταν στην αυλή, εκεί που κάποτε εκείνος καθότανκαι της έλεγε ιστορίες.Έκλεισε τα μάτια της,άφησε τον αέρα να τη χτυπήσει στο πρόσωπο.Ήθελε να τον θυμάται.Όχι έτσι.Όχι ξαπλωμένο σε ένα φέρετρο,όχι περικυκλωμένο από λουλούδια.Τον ήθελε όπως παλιά –με τη φωνή του δυνατή,με τα μάτια του ζεστά,με το χέρι του πάνω στο δικό της.Κι όμως, φοβόταν.Φοβόταν τη μέρα που η φωνή του θα ξεθώριαζε.Τη μέρα που θα προσπαθούσε να τον θυμηθεί και το πρόσωπό του δεν θα ερχόταν καθαρά στη σκέψη της.Γι’ αυτό τώρα έκλαιγε σιωπηλά,γιατί το μόνο που είχε ήταν η μνήμη,κι ήξερε πως ακόμα κι αυτήμια μέρα θα της τον στερούσε.
Η σιωπή του σπιτιού.Η πόρτα έκλεισε πίσω του.Το σπίτι στέναξε, λες και το ξύλο του ένοιωσε την απώλεια.Το κρεβάτι έμεινε άστρωτο,η καρέκλα του άδεια,το καντήλι έριχνε σκιές που δεν ήξεραν πού να σταθούν.Μόνο οι κόρες του έμειναν πίσω,να προσπαθούν να γεμίσουν το κενό με δάκρυα και ψιθύρους.Μέχρι να τις χωρίσει κι εκείνες ο θάνατος,θα κουβαλούσαν τη μορφή τουμέσα τους,σαν σκιά,σαν τραγούδι,σαν προσευχή που δεν τέλειωσε ποτέ.
Ο Χρήστος δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη ζωή χωρίς τον παππού του.Ήταν πάντα εκεί.Στην αυλή, με το τσιγάρο στο χέρι και τα μάτια μισόκλειστα από τον ήλιο.Στη γωνιά του τραπεζιού, να μουρμουρίζει παλιές ιστορίες,ιστορίες που δεν είχαν γραφτεί πουθενά,μα υπήρχαν μέσα του σαν παλιά τραγούδια.Κι έπειτα, ξαφνικά, δεν ήταν.Ο Χρήστος θυμάται το σπίτι εκείνη τη μέρα.Ήταν σαν να είχε χαμηλώσει, σαν να είχε μικρύνει,σαν κάτι να είχε φύγει από μέσα του και να είχε αφήσει μόνο σιωπή πίσω του.Οι θείες του έκλαιγαν.Η μάνα του τον κοιτούσε με ένα βλέμμα που δεν είχε ξαναδεί.Το σπίτι γέμιζε κόσμο,μα ο μόνος που έλειπε ήταν εκείνος.Προχώρησε στο δωμάτιο.Δεν ήξερε γιατί.Ίσως ήθελε να τον δει.Ίσως δεν πίστευε πως είχε φύγει στ’ αλήθεια.Και τότε, τον είδε.Το φέρετρο ήταν εκεί.Κλειστό.Το στόμα του σφραγισμένο,τα μάτια του ήσυχα,σαν να κοιμόταν.Μα ο Χρήστος ήξερε.Ο παππούς του δεν κοιμόταν έτσι.Ο παππούς του δεν έμενε ακίνητος τόση ώρα.Ο παππούς του θα του έριχνε ένα βλέμμα,θα του χαμογελούσε,θα του έλεγε, «έλα εδώ ρε μικρέ» και θα του έπιανε το κεφάλι με τα τραχιά του χέρια.Τώρα δεν υπήρχαν χέρια,δεν υπήρχε φωνή,δεν υπήρχε τίποτα.Ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.Δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει.Δεν ήξερε αν του επιτρεπόταν.Οι μεγάλοι έκλαιγαν.Οι μεγάλοι ήταν αυτοί που ήξεραν πώς να θρηνούν.Εκείνος τι έπρεπε να κάνει;Και τότε, για πρώτη φορά,ένιωσε το βάρος της απώλειας.Όχι σαν λέξη,όχι σαν έννοια,αλλά σαν κάτι πραγματικό,σαν κάτι που μπήκε μέσα του και δεν θα έφευγε ποτέ.Δεν τον είχε ξαναχάσει κανέναν.Ο παππούς του ήταν η πρώτη ρωγμή στον κόσμο του.Η πρώτη φορά που κατάλαβε πως οι άνθρωποι φεύγουν.Και δεν ξαναγυρνούν.
Μέρες μετά, όταν το σπίτι ησύχασε,όταν οι φωνές έπαψαν,όταν ο χρόνος άρχισε να προχωρά ξανά,ο Χρήστος έκατσε μπροστά στο χαρτί.Δεν ήξερε τι ήθελε να γράψει.Ήξερε μόνο πως κάτι έπρεπε να μείνει.Και άρχισε.Έγραψε για τον παππού του.Έγραψε για τη φωνή του, τα χέρια του, τις ιστορίες του.Έγραψε για το σπίτι χωρίς αυτόν.Για τη γιαγιά που δεν κατάλαβε πως τον έχασε.Για τις θείες του που έκλαιγαν.Για τη μητέρα του που κοιτούσε στο κενό.Και για τον ίδιο.Που δεν ήξερε πώς να πει αντίο,μα ήξερε πως δεν ήθελε να τον ξεχάσει.Και κάπως έτσι,μέσα στις λέξεις,μέσα στις γραμμές,ο παππούς του έμεινε ζωντανός.Όχι στο σπίτι.Όχι στην αυλή.Όχι στην καρέκλα του δίπλα στο παράθυρο.Αλλά στο χαρτί.Στο χαρτί που δεν πεθαίνει,που δεν ξεχνά,που κουβαλάει τις φωνές όσων δεν υπάρχουν πια.Ίσως αυτός ήταν ο τρόπος του Χρήστου να τον κρατήσει δίπλα του.Ίσως, έτσι,ο παππούς του δεν είχε φύγει...εντελώς.
Ο εγγονός σου
Τσουλφαΐδου Δέσποινα
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Χρήστο!!!! Πολύ τρυφερό και συγκινητικό το διήγημά σου κι ο λόγος σου μεστός,ποιητικός, έντονα περιγραφικός και με βαθιά αισθαντικότητα.Συνέχισε έτσι δυναμικά να βαδίζεις στα λογοτεχνικά μονοπάτια... εύγε!
Συγχαρητήρια Χρήστο! Χίλια μπράβο! μας συγκίνησες! Καλή επιτυχία σε κάθε νέα προσπάθειά σου!
ΑπάντησηΔιαγραφή