![]() |
Γράφει ο Τρύφων Ούρδας |
Ξημερώματα παραμονής Χριστουγέννων. Ξύπνα, ακούω μια γνώριμη φωνή να μου φωνάζει και νιώθω ένα σκούντημα στον ώμο. Δεν ακούς τα παιδιά που λένε κάλαντα έξω από την πόρτα μας. Σαν αστραπή πετάχτηκα από το κρεβάτι μου και πριν καλά –καλά φτιάξω το πρόσωπό μου από τον ύπνο, έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε μια έκπληξη! Είδα…… εμένα!
Εμένα και δυο τρεις από τους φίλους και συμμαθητές μου όπως ήμασταν στο χωριό πριν……… αρκετά χρόνια. Εγώ ένα αμούστακο παιδάκι χωμένο στο μάλλινο παλτό του, με κόκκινα μάγουλα και τρεμάμενη από το κρύο φωνή να απλώνει το χέρι του στο αμυδρό φως ζητώντας την αμοιβή του για το « καλήν ημέρα άρχοντες….» Δίπλα μου στην ίδια κατάσταση η αγαπημένη μου παρέα « εν αναμονή » κι αυτή του σχετικού φιλοδωρήματος .Πρόσωπα χαρούμενα ευτυχισμένα ,λαμπερά που πάνε ασορτί με την μεγάλη γιορτή που έφθανε.
Τα Χριστούγεννα στο χωριό είχαν για όλα εμάς τα παιδιά ιδιαίτερη σημασία. Θ’ έλεγα ότι άρχιζαν στην αρχή του Δεκέμβρη ,όταν στο σχολείο μετά τα μάθημα σιγοτραγουδούσαμε « Αγια Νύχτα », « στην γωνία μας κόκκινο τα αναμμένο τζάκι », « αχ έλατο» ή ψάλαμε με την βοήθεια του δασκάλου μας το τροπάριο της Γέννησης «η Παρθένος σήμερον …» Την όλη ατμόσφαιρα ενίσχυε και το Χριστουγεννιάτικο δένδρο που έφερναν από το βουνό και στήνανε στο διάδρομο του σχολείου για να το στολίσουμε. Και μη φανταστείτε ότι το στόλισμα ήταν με τα σημερινά πολύχρωμα ηλεκτρικά φωτάκια , τις λαμπερές μπαλίτσες και τα’ άλλα ακριβά στολίδια που αγοράζουμε με περισσή ευχέρεια από τα καταστήματα. Όχι. Το δένδρο είχε επάνω του αστεράκια που φτιάχναμε εμείς από χαρτόνι και βάφαμε με μπογιές και Αι-Βασίληδες από το ίδιο υλικό. Για χιόνια πάνω στα κλωνάρια του βάζαμε βαμβάκια . Την βάση του στολίζαμε μόνιμα με μια παλιά ξεθωριασμένη φάντη που είχε τον Χριστό και την Παναγιά, τους Μάγους και τα ζωάκια. Απλό και ταπεινό .Και όμως ….Αυτό το δένδρο με τα στολίδια του φτιαγμένα από τα χέρια μας με φθηνό υλικό φάνταζε με μεγαλοπρέπεια στα μάτια μας και μας έκανε όλους να το θαυμάζουμε σαν να ήταν το μοναδικό στον κόσμο .Και περιμέναμε το μεγάλο γεγονός της γέννησης, κοιτάζοντας τον ουρανό και ψάχνοντας το αστέρι ……
Υστερα ήταν και το χιόνι, μια και τις ημέρες αυτές συνήθως χιόνιζε ασταμάτητα αλλάζοντας τριγύρω το τοπίο. Χιόνια στις στέγες, χιόνια στις αυλές ,χιόνια στα δένδρα, στους δρόμους και στα σοκάκια που παίζαμε. Αγαπημένο παιχνίδι τότε η γλίστρα, που αν έκανε και παγωνιά γινόταν καλύτερη , όμως και πιο επικίνδυνη για ατυχήματα. Θυμάμαι ακόμη με πόση ευχαρίστηση βλέπαμε από το παράθυρο του σχολείου, την ώρα του μαθήματος να πέφτει έξω το χιόνι τούφες- τούφες . Χιονίζει λέγαμε και ξαναλέγαμε διακόπτοντας τον δάσκαλο, ο οποίος καμιά φορά πολύ σοβαρός, σήκωνε «το μαγικό ραβδάκι του » για να επιβάλλει την τάξη .Όμως στην πραγματικότητα χαιρότανε κι αυτός και πήγαινε στην σόμπα για να βάλει ξύλα από αυτά που ο καθένας μας καθημερινά κουβαλούσε από το σπίτι του. Θυμάμαι ακόμη ότι αυτά τα χιόνια που έπεφταν για πρώτη – δεύτερη φορά τα λέγαμε «σκυλίσια » « γατίσια » ονομασίες που ακόμη και σήμερα δεν μπόρεσα να εξηγήσω τι σημαίνουν και γιατί τις λέγαμε έτσι. Πάντως τα χιόνια στα παιδικά μας μυαλά, τα είχαμε συνδέσει με τα Χριστούγεννα .
Και φθάναμε στην παραμονή των Χριστουγέννων. Μια μέρα που ο καθένας μας ήθελε να σταματήσει τον χρόνο. Και τι δεν είχε το μενού της ημέρας αυτής. Θα αναφέρω μερικά από τα έθιμα που χαράχθηκαν στην μνήμη μου και ξεδιπλώνονται κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για κείνες τις παλιές Χριστουγεννιάτικες καλές μέρες .
Πρώτο –πρώτο το σφάξιμο του γουρουνιού. Σε κάθε σπίτι σφάζονταν το γουρούνι που ο κάθε νοικοκύρης μεγάλωνε στην αυλή του με τροφές δικής του παραγωγής. Όταν το θυμάμαι νομίζω ότι έρχονται στα αυτιά μου οι φωνές από το καημένο το ζώο που σφάζονταν και έδινε το κρέας του για τροφή όχι μόνο για εκείνη την ημέρα ή για τις γιορτές αλλά ακόμη και για όλο τον χρόνο αφού αυτό γινόταν τσιγαρίδες ,καβουρμάς και λουκάνικα. Ωστόσο την παραμονή ,ημέρα της θυσίας, το κρέας του ήταν νοστιμότατο. Ηταν βλέπεις και η νηστεία των προηγουμένων ημερών ! Η τσίκνα του ευωδίαζε τριγύρω και έσπαζε τα ρουθούνια μας καθώς ψήνονταν οι μπριζόλες στα κάρβουνα. Σε μερικές μάλιστα αυλές, που οι νοικοκύρηδες ήταν μερακλίδες, άκουγες και κανένα ήχο από κλαρίνο με ντόπιους χορούς. Χαρά για όλους είχε η ημέρα αυτή ,πλούσιους και φτωχούς.
Αξέχαστη εικόνα επίσης την μέρα αυτή ήταν τα κουλούρια και οι διάφορες πίτες που μαζί με τα άλλα φαγητά κοσμούσαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Για την οικογένειά μας τουλάχιστον στα πρώτα παιδικά μου χρόνια, όλα τα παραπάνω ετοιμάζονταν στο σπίτι της γιαγιάς μου Θυμάμαι σα νάταν χθες ,τότε που μαζευόταν όλες οι παντρεμένες κόρες της, μαζί και η μάνα μου , όλες με τους άνδρες και τα παιδιά τους για να κάνουν τις σχετικές προετοιμασίες. Ανοιγαν τα φύλλα πάνω στο σοφρά με τον πλάστη για τις πίτες , έπλαθαν τα κουλουράκια άναβαν τον φούρνο. Γενικός αρχηγός στην όλη διαδικασία ήταν η γιαγιά μου η Ουρανία. Τεχνίτρια και μαστόρισσα στο είδος, έδινε τις συμβουλές και τις οδηγίες της αλλά κυρίως τις εμπειρίες της, φερμένες από την Αλησμόνητη Πατρίδα της, το Σαφράνι , ένα μικρό χωριό έξω από την Γιάλοβα της Μ.Ασίας. Οταν τελείωνε το ζύμωμα ακολουθούσε το ψήσιμο. Τα ταψιά μεταφέρονταν έξω στην αυλή και έμπαιναν στο φούρνο που ήταν έτοιμος να τα ψήσει και ύστερα, όπως ήταν ροδαλά και ξεροψημένα από την φωτιά, αραδιάζονταν πάνω χιόνι για να κρυώσουν και να μεταφερθούν πάλι στο σπίτι. Ακολουθούσε πλούσιο τραπέζι με πάσης φύσεως εδέσματα και φυσικά εκλεκτό ούζο και κρασί, παραγωγής όλα του παππού μου. Αληθινά όμορφες στιγμές των παιδικών μου χρόνων και ανεξίτηλες μνήμες μιας εποχής που όσο μεγαλώνεις νοσταλγείς μάταια να ξαναζήσεις.
Όμως εκείνο που σαν παιδιά μας συγκινούσε περισσότερο ήταν τα κάλαντα το πρωί της Παραμονής και πριν από αυτά τα «κόλιντα μπάμπου» Έτσι,θα έλεγα ότι το βράδυ εκείνο δεν είχε ύπνο, η δε επιθυμία να γίνουν τα έθιμα, ήταν προετοιμασίες πολλών ημερών πριν. Με λίγα λόγια έπρεπε να ετοιμασθούν οι παρέες που θα γυρίσουν στα σπίτια, οι ηλεκτρικοί φακοί για να βλέπεις την νύχτα που πατάς, τα ξύλα σε κάθε γειτονιά που θα αναφτούν και προπαντός το «καμπανάκι».
Αυτό ήταν όπως θα λέγαμε σήμερα, η μασκότ, για τα «κόλιντα μπάμπου» τα Χριστούγεννα και για τα «σούρντα μπάμπου» την Πρωτοχρονιά. Ήταν το εργαλείο για το έθιμο που σίγουρα θυμούνται άτομα ηλικίας μεγαλύτερης από μένα. Μάλιστα σε πρόσφατη συζήτηση στο χωριό ζήτησαν να μάθουν την σημερινή του τύχη, κάποιοι χωριανοί που έφυγαν μετανάστες στην Αυστραλία, Γερμανία εδώ και πολλά χρόνια και σήμερα είναι παππούδες με εγγόνια. Αυτό λοιπόν, το καμπανάκι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το εξωτερικό περίβλημα μιας οβίδας αεροπλάνου που έπεσε στο χωριό στα χρόνια του πολέμου. Φαίνεται ότι πέφτοντας δεν έσκασε και έτσι εξουδετερώθηκε αφού αφαιρέθηκε από το εσωτερικό της η εκρηκτική ύλη. Κάποιος, ίσως να ήταν και ο τότε δάσκαλος μας, είχε την φαεινή ιδέα να την μεταφέρει στο Δημοτικό στο σχολείο, για ποιο πράγμα λέτε ; Για να σημαίνει στους μαθητές την έγκαιρη προσέλευση τους στο σχολείο το πρωί και το απόγευμα. Για τον λόγο αυτό κρεμάστηκε με ένα χοντρό σύρμα στο κλωνάρι ενός δέντρου που ήταν στην αυλή του σχολείου ενώ ανατέθηκε ρητά από τον δάσκαλο σε μαθητές που έμεναν κοντά σ’ αυτό και μάλιστα επί «ποινή ξυλιάς» να το χτυπούν με ένα τσεκούρι ή πέτρα λίγο πριν την έναρξη τω μαθημάτων. Ο ήχος από τα χτυπήματα ήταν τόσο δυνατός, ίδιος με καμπάνα που ακούγονταν σε όλο το χωριό και γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε το λέγαμε και καμπανάκι.
Δεν ξέρω αλλά ο ήχος του για την μετάβαση μας στο σχολείο, μας έγινε τόσο απαραίτητος ώστε όταν θέλαμε να ξεκινήσουμε για το μάθημα ρωτούσαμε «χτύπησε το καμπανάκι; » . Αλλά και όταν αργούσαμε , σ’ αυτό πάλι βρίσκαμε την δικαιολογία ότι τάχα δεν το ακούσαμε να χτυπάει. Και το περίεργο ….. όπως προανέφερα, αλίμονο στον συμμαθητή μας που ξεχνούσε να το χτυπήσει. Είχε εξασφαλισμένες τις «ξυλιές» στα χέρια, τιμωρία που σήμερα είναι ακατανόητη . Έτσι λοιπόν για να επανέλθουμε, το περιβόητο αυτό καμπανάκι για τις ανάγκες του εθίμου στα «κόλιντα μπάμπο», το ξεκρεμούσαν από την θέση του και με ένα ξύλο που περνούσαν από την εσωτερική του τρύπα το μετέφεραν στις γειτονιές χτυπώντας το, ενώ όλοι οι συμμετέχοντας φώναζαν « εεε…. κόλιντα μπάμπο» αναφερόμενοι όπως είναι γνωστό στον Ηρώδη που έσφαξε τα βρέφη. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Οι φωνές, οι ήχοι από το καμπανάκι, οι φωτιές που έκαναν την νύχτα μέρα αλλά και ο κόσμος που έβγαινε από τα σπίτια του και συμμετείχε στο έθιμο, σου έδιναν την εντύπωση πως δεν είσαι στη γη και ότι ζεις σε έναν άλλο κόσμο με χαρούμενους και ευτυχισμένους ανθρώπους. Όλα γίνονταν τόσο απλά, τόσο αυθόρμητα, τόσο ταπεινά που θα τα ζήλευαν όλες οι σημερινές καλά προγραμματισμένες για το έθιμο αυτό εκδηλώσεις που μόνο ρουτίνα και βαρεμάρα σου προσφέρουν. Και αυτό γιατί τότε ζούσες αληθινά την εποχή σου, όχι βέβαια μέσα στην πολυτέλεια, την χλιδή και την γκρίνια για την « ντόλτσε βίτα » που δεν είχες αλλά μέσα από το «δόξα τω Θεώ» γι’ αυτά τα λίγα που είχες ακόμα. Ακόμα –ακόμα και από τα κάστανα, καρύδια, ξυλοκέρατα, μανταρίνια και πορτοκάλια που προσέφεραν για το έθιμο οι μαυροντυμένες γιαγιάδες όταν πήγαινες στη πόρτα τους και τους έλεγες «γιαγιά σφάζουν».
Και όταν η νύχτα προχωρούσε λίγες ώρες πριν χαράξει, άρχιζαν τα κάλαντα. Παρέες – παρέες, μικροί αλλά και κάπως μεγαλύτεροι στη ηλικία ξεχύνονταν στις γειτονιές ψάλλοντας τον Χριστό που γεννιέται. Κανείς δεν λογάριαζε το χιόνι που έπεφτε και έκανε δύσκολο το περπάτημα ή τον αέρα που φύσαγε και έκανε το κρύο τσουχτερό. Μπροστά σ’ αυτό που έκανες και ήσουν ευχαριστημένος, στον ενθουσιασμό σου για τα λίγα χρήματα που θα εξοικονομούσες, όλα τα πιο πάνω ήταν πολύ εύκολο να ξεπερασθούν. Άλλωστε θα είχες και δικό σου πορτοφόλι !!!!
Μέσα λοιπόν σ’ αυτές τις παρέες παιδάκι ήμουν κι εγώ. Άρχιζα τα κάλαντα πάντα από το σπίτι του παππού μου εξασφαλίζοντας ένα γερό φιλοδώρημα, ας πούμε τότε των 2 δραχμών …. που φύλαγε να δώσει από την αγροτική του σύνταξη σε μένα και στα άλλα εγγόνια του. Στη διαδρομή έβρισκα την παρέα μου για να συνεχίσουμε σε άλλους συγγενείς ή άλλα φιλικά σπίτια. Παντού άκουγες το « Χριστούγεννα Πρωτούγεννα» ή το «Καλήν ημέρα άρχοντες» άσματα που μπερδεύονταν πολλές φορές και με τα γαυγίσματα κανενός αγριεμένου σκύλου, του οποίου ο ύπνος διαταράχθηκε από το πανηγύρι των παιδιών μέσα στη μαγεμένη νύχτα.
Και βέβαια μέσα σ’ αυτήν την πανδαισία δεν έλλειπαν και τα απρόοπτα σαν απαύγασμα της όλης ιεροτελεστίας στην οποία ο καθένας έπαιρνε μέρος. Έτσι δεν ήταν λίγες οι φορές που επέστρεφες στο σπίτι σου με σχισμένο παντελόνι από τα δόντια κάποιου σκύλου, που προαναφέραμε, ή που έπεφτες σε λασπόνερα και να χτυπούσες ιδιαίτερα στον «πάνω μαχαλά » μιας και οι δρόμοι εκεί δεν είχαν ασφαλτόστρωση παρά μόνο λάσπη μέχρι το γόνατο ! Θα ήταν βέβαια παράλειψη αν δεν έλεγα και για τα πικρά σχόλια που έλεγα μεταξύ τους οι παρέες, όπως «παιδιά μην πάτε εκεί, δεν ανοίγουν» , για κάποιες βέβαια οικογένειες που είχαν φαίνεται «βαρύ τον ύπνο τους» και δεν άνοιγαν την πόρτα του σπιτιού τους. Ωστόσο όμως σ΄αυτές τις περιπτώσεις υπήρχε και ανάλογη αντίδραση από τους θυμωμένους «καλαντόπαιδες» που βλέποντας την αδιαφορία, άλλαζαν εντελώς το νόημα εκείνης της ευχής στο τραγούδι « σ’αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε ..» λέγοντας «….πέτρα να ραϊσει» και «ο νοικοκύρης του σπιτιού αύριο ….» δεν μπορώ να πω παραπέρα είναι εύκολα κατανοητό. Εδώ δεν γνωρίζω αν ο καθένας που τα έλεγε, τα πίστευε κιόλας. Σίγουρο όμως είναι, ότι έπαιρνε μεγάλο ρίσκο μιας και ο νοικοκύρης αν ξύπναγε και άφηνε το χουζούρι του, ο μικρός θα έτρεχε μέχρι «να πατήσει μαύρο χιόνι», όπως λέμε στο χωριό.
Χάραζε η μέρα κι ένας –ένας επέστρεφε στο σπίτι του φορτωμένος με τις αναμνήσεις της νύχτας αλλά και με φουσκωμένη την τσέπη του. Συνολικό ποσό μετρώντας τα πενηντάλεπτα και τις δεκάρες, δέκα με δεκαπέντε δραχμές. Δηλαδή όχι και τόσο ευκαταφρόνητο ποσό τότε για ένα παιδί που συνήθως πήγαινε στον μπακάλη να αγοράσει καραμέλες, δίνοντας του ένα αυγό. Οι γιορτινές εκείνες ημέρες ήταν θα λέγαμε « η εποχή των παχέων αγελάδων».
Αυτές τις γνωστές φιγούρες είδα σήμερα μπροστά μου ανοίγοντας την πόρτα. Δηλαδή εμένα και τους φίλους μου από τα παλιά. Μαζί άνοιξε μπροστά μου, σαν οθόνη κινηματογράφου μια περασμένη, αλλοτινή εποχή αλλά αξέχαστη, εποχή με φωτεινά Χριστούγεννα ,Χριστούγεννα με χρώμα, που δεν σ’ αφήνουν να μεγαλώσεις και σε κρατούν πάντα παιδί.
Όμως το τραγούδι των παιδιών τελείωσε και έκλεισε η αυλαία των αναμνήσεων. Άλλωστε τόσο κρατούν τα όνειρα και μετά –μετά έρχεται η πραγματικότητα.
- Κύριε «καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά» μου ευχήθηκαν τα παιδιά.
- «Ευχαριστώ» είπα και αντευχήθηκα με αναστεναγμό, που αλήθεια το λέω, δεν ήθελα να βγει εκείνη την χαρούμενη στιγμή από το σπίτι μου!
Πολύ συγκινητικό το κείμενο. Ηταν έτσι πραγματικά τα χρόνια τότε. Το σημαντικότερο ήταν η καμπάνα της εκκλησίας και ο καυτός πατσάς. Συγχαρητήρια κ.Ουρδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπεροχος..οπως παντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ ΚΥΡΙΕ ΟΥΡΔΑ, ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΕΤΣΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ....
ΑπάντησηΔιαγραφή